- σφραγιδογραφία
- η, Ναποτύπωση σφραγίδας σε έγγραφο ή σε αντικείμενο αντί υπογραφής ή σήματος ιδιοκτησίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < σφραγίδα + -γραφία*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφραγιδογραφικός — ή, ό, Ν [σφραγιδογραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σφραγιδογραφία … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
σιγιλ(λ)ογραφία — η, Ν κλάδος τής αρχαιολογίας που έχει ως αντικείμενο την έρευνα και σπουδή τών σιγιλίων, σφραγιδογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιγίλλιο + γραφία*] … Dictionary of Greek
σφραγιστικός — ή, ό / σφραγιστικός, ή, όν, ΝΑ [σφραγίζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σφράγιση («σφραγιστικός κηρός» το βουλλοκέρι) νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η σφραγιστική α) η σφραγιδογραφία β) κλάδος τής ιστορικής επιστήμης … Dictionary of Greek
διπλωματική — Επιστήμη η οποία με τη βοήθεια άλλων κλάδων, όπως η παλαιογραφία, η χρονολογία, η σφραγιδογραφία και η ιστορία του δικαίου, μελετά τα έγγραφα (διπλώματα) και καθορίζει τα απαραίτητα κριτήρια για την εξακρίβωση της αυθεντικότητάς τους, με σκοπό να … Dictionary of Greek